Επειδή όμως ζούμε μια εποχή ανατροπών, που περιλαμβάνει αναπόφευκτα την εκπαίδευση όλων των βαθμίδων και κατηγοριών, και επειδή, όσο και αν οι εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί σκέφτονται «πρώτα τον μαθητή», αυτός που αναπόφευκτα εμπλέκεται «πρώτος» στους σχεδιασμούς και τις ανατροπές είναι ο εκπαιδευτικός, το 8ο Συνέδριο για τις Φυσικές Επιστήμες στο Νηπιαγωγείο θα επιχειρήσει να ασχοληθεί με έμφαση με την εκπαίδευση, επιμόρφωση και μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών των παιδιών της προσχολικής ηλικίας στη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών.
Στο ζήτημα αυτό φαίνεται να γυρίζουμε σελίδα...
Αν κάποιος εστιάσει στο χώρο της εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα σ’ αυτόν που αφορά την εκπαίδευση στην επιστήμη (ή μέσω της επιστήμης), μπορεί να ισχυριστεί ότι για μια ακόμη φορά η πολιτική προηγείται της ακαδημαϊκής δραστηριότητας και αποφασίζει για τα ερωτήματα που θα διερευνήσει η δεύτερη. Δείτε για παράδειγμα τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εκπαίδευση στην προοπτική του 2020, αλλά και άρθρα όπως αυτό του P. Fensham (2009) “The Link Between Policy and Practice in Science Education: The Role of Research", στο Science Education.
Η πρόταση του Επιστημονικού και Τεχνολογικού Γραμματισμού της δεκαετίας του ’80 και του ’90, έχει πια μετασχηματιστεί και ενταχθεί πλήρως στις παγκόσμιες (;) εκπαιδευτικές πολιτικές. Στην Ευρώπη, οι πολιτικές αυτές συμπυκνώνονται στο «τρίγωνο της γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία» και καθορίζουν μια κοινωνική και οικονομική επιλογή που οι εκπαιδευτικοί που σήμερα εκπαιδεύονται ή επιμορφώνονται καλούνται να υλοποιήσουν στα σχολεία τους, εκμεταλλευόμενοι τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών και της Τεχνολογίας, αλλά όχι μόνο.
Τα Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα που εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς, αν υπάρχουν την εποχή που θα κάνουμε το Συνέδριο, θα πρέπει να έχουν πιστοποιήσει τα Προγράμματα Σπουδών τους μέσω της Α.ΔΙ.Π.Π. (Αρχή ΔΙασφάλισης και Πιστοποίησης Ποιότητας), με βάση και το σχετικό Ευρωπαϊκό (και Ελληνικό) Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων. Ο επιστημονικά – τεχνολογικά ενήμερος και ταυτόχρονα «επιχειρηματικός» δάσκαλος πρέπει να είναι έτοιμος στον «Ορίζοντα του 2020».
Σημαίνουν κάτι όλα αυτά για τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και μάλιστα για τις εφαρμογές της στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών των παιδιών της προσχολικής ηλικίας;
Η εφαρμοσμένη έρευνα που εξελίσσεται παγκόσμια στο γενικότερο πεδίο της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, την τελευταία δεκαετία, δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Στο καταληκτικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Teacher Education in Modern Era. Trends and Issues», τον Μάρτιο του 2011 (από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΥΠΑΙΘ), ο εκ των επιμελητών της έκδοσης C.C. Wolhuter καταλήγει να προτείνει την έρευνα της Συγκριτικής Εκπαίδευσης ως τον καλύτερο τρόπο για να οδηγηθεί η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών με τρόπο που να αντιμετωπιστούν επιτυχώς οι προκλήσεις του 21ου αιώνα: ...to explicate the implications of the societal trends for teacher education, and to put under the spotlight how countries are dealing with these challenges in their teacher education programmes – thus circulating the experiences of individual countries regarding teacher education for the benefit of all. Μήπως αυτή η πρόταση, που σύμφωνα με τον εισηγητή της προκύπτει από αναφορές ειδικών σε περίπου 90 διαφορετικές χώρες, σημαίνει σε τελική ανάλυση ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σήμερα στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών παρά μόνο χρησιμοποιώντας την παλιά, δοκιμασμένη, εμπειρική πρακτική της «δοκιμής και πλάνης»; Μήπως σημαίνει, επίσης, ότι η πολιτική πρακτική των αποφάσεων για την εκπαίδευση ερήμην των ανθρώπων της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο Ελληνική ιδιαιτερότητα; Μήπως, τέλος, σημαίνει ότι το μόνο πεδίο έρευνας που έχει απομείνει στο χώρο μας είναι η αναζήτηση «καλών διδακτικών πρακτικών»; Αλλά για να επιτύχουμε ποιους στόχους;
Ως εκ τούτου το 8ο Συνέδριο θα προσπαθήσει να θέσει και να διερευνήσει και ζητήματα όπως:
Ποιο περιεχόμενο μπορεί να έχει μια επιστημονική αντιπαράθεση ή συμπόρευση της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών (ίσως και της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης/ Εκπαίδευσης για την Αειφορία και των Νέων Εκπαιδευτικών Τεχνολογιών) με τις νέες παγκόσμιες εκπαιδευτικές πολιτικές, που μάλλον εμφανίζονται να στηρίζουν την ένταξη της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων στην «οικονομία της γνώσης»;
Τι σημαίνει «εκπαίδευση στην καινοτομία» για τη διδασκαλία και μάθηση των Φυσικών Επιστημών και μάλιστα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας και τους εκπαιδευτικούς τους;
Με ποιους τρόπους φαίνεται να λειτουργούν σήμερα οι διδακτικές προσεγγίσεις της διερεύνησης και του project στη διδασκαλία-μάθηση των Φυσικών Επιστημών;
Με ποιους τρόπους αντιμετωπίστηκαν τα μαθήματα της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών στο πλαίσιο των αξιολογήσεων των Τμημάτων Προσχολικής Εκπαίδευσης των Ελληνικών Πανεπιστημίων;
Με ποιους τρόπους θα πιστοποιηθούν τα σχετικά μαθήματα στο πλαίσιο του Προγράμματος Σπουδών;
Τι θα συμβεί με τις Μεταπτυχιακές Σπουδές; Πώς, για παράδειγμα, θα πιστοποιηθούν τα προγράμματα των Διδακτορικών Σπουδών στο πεδίο μας;
Καλούμε, λοιπόν, όσους και όσες συναδέλφους δραστηριοποιούνται στο χώρο της διδασκαλίας-μάθησης των Φυσικών Επιστημών με παιδιά προσχολικής ηλικίας να συμβάλουν στην επιτυχία του Συνεδρίου μας, καταθέτοντας τις εργασίες τους πάνω σε ζητήματα που περιγράψαμε αλλά και διευρύνοντας τους προβληματισμούς μας με ιδέες που η θεματική τους μας ξέφυγε στο κείμενο που προηγήθηκε.
Εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής
Βασίλης Τσελφές
Στο ζήτημα αυτό φαίνεται να γυρίζουμε σελίδα...
Αν κάποιος εστιάσει στο χώρο της εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα σ’ αυτόν που αφορά την εκπαίδευση στην επιστήμη (ή μέσω της επιστήμης), μπορεί να ισχυριστεί ότι για μια ακόμη φορά η πολιτική προηγείται της ακαδημαϊκής δραστηριότητας και αποφασίζει για τα ερωτήματα που θα διερευνήσει η δεύτερη. Δείτε για παράδειγμα τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εκπαίδευση στην προοπτική του 2020, αλλά και άρθρα όπως αυτό του P. Fensham (2009) “The Link Between Policy and Practice in Science Education: The Role of Research", στο Science Education.
Η πρόταση του Επιστημονικού και Τεχνολογικού Γραμματισμού της δεκαετίας του ’80 και του ’90, έχει πια μετασχηματιστεί και ενταχθεί πλήρως στις παγκόσμιες (;) εκπαιδευτικές πολιτικές. Στην Ευρώπη, οι πολιτικές αυτές συμπυκνώνονται στο «τρίγωνο της γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα – καινοτομία» και καθορίζουν μια κοινωνική και οικονομική επιλογή που οι εκπαιδευτικοί που σήμερα εκπαιδεύονται ή επιμορφώνονται καλούνται να υλοποιήσουν στα σχολεία τους, εκμεταλλευόμενοι τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών και της Τεχνολογίας, αλλά όχι μόνο.
Τα Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα που εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς, αν υπάρχουν την εποχή που θα κάνουμε το Συνέδριο, θα πρέπει να έχουν πιστοποιήσει τα Προγράμματα Σπουδών τους μέσω της Α.ΔΙ.Π.Π. (Αρχή ΔΙασφάλισης και Πιστοποίησης Ποιότητας), με βάση και το σχετικό Ευρωπαϊκό (και Ελληνικό) Πλαίσιο Επαγγελματικών Προσόντων. Ο επιστημονικά – τεχνολογικά ενήμερος και ταυτόχρονα «επιχειρηματικός» δάσκαλος πρέπει να είναι έτοιμος στον «Ορίζοντα του 2020».
Σημαίνουν κάτι όλα αυτά για τη Διδακτική των Φυσικών Επιστημών και μάλιστα για τις εφαρμογές της στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών των παιδιών της προσχολικής ηλικίας;
Η εφαρμοσμένη έρευνα που εξελίσσεται παγκόσμια στο γενικότερο πεδίο της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, την τελευταία δεκαετία, δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Στο καταληκτικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Teacher Education in Modern Era. Trends and Issues», τον Μάρτιο του 2011 (από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΥΠΑΙΘ), ο εκ των επιμελητών της έκδοσης C.C. Wolhuter καταλήγει να προτείνει την έρευνα της Συγκριτικής Εκπαίδευσης ως τον καλύτερο τρόπο για να οδηγηθεί η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών με τρόπο που να αντιμετωπιστούν επιτυχώς οι προκλήσεις του 21ου αιώνα: ...to explicate the implications of the societal trends for teacher education, and to put under the spotlight how countries are dealing with these challenges in their teacher education programmes – thus circulating the experiences of individual countries regarding teacher education for the benefit of all. Μήπως αυτή η πρόταση, που σύμφωνα με τον εισηγητή της προκύπτει από αναφορές ειδικών σε περίπου 90 διαφορετικές χώρες, σημαίνει σε τελική ανάλυση ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σήμερα στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών παρά μόνο χρησιμοποιώντας την παλιά, δοκιμασμένη, εμπειρική πρακτική της «δοκιμής και πλάνης»; Μήπως σημαίνει, επίσης, ότι η πολιτική πρακτική των αποφάσεων για την εκπαίδευση ερήμην των ανθρώπων της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο Ελληνική ιδιαιτερότητα; Μήπως, τέλος, σημαίνει ότι το μόνο πεδίο έρευνας που έχει απομείνει στο χώρο μας είναι η αναζήτηση «καλών διδακτικών πρακτικών»; Αλλά για να επιτύχουμε ποιους στόχους;
Ως εκ τούτου το 8ο Συνέδριο θα προσπαθήσει να θέσει και να διερευνήσει και ζητήματα όπως:
Ποιο περιεχόμενο μπορεί να έχει μια επιστημονική αντιπαράθεση ή συμπόρευση της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών (ίσως και της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης/ Εκπαίδευσης για την Αειφορία και των Νέων Εκπαιδευτικών Τεχνολογιών) με τις νέες παγκόσμιες εκπαιδευτικές πολιτικές, που μάλλον εμφανίζονται να στηρίζουν την ένταξη της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων στην «οικονομία της γνώσης»;
Τι σημαίνει «εκπαίδευση στην καινοτομία» για τη διδασκαλία και μάθηση των Φυσικών Επιστημών και μάλιστα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας και τους εκπαιδευτικούς τους;
Με ποιους τρόπους φαίνεται να λειτουργούν σήμερα οι διδακτικές προσεγγίσεις της διερεύνησης και του project στη διδασκαλία-μάθηση των Φυσικών Επιστημών;
Με ποιους τρόπους αντιμετωπίστηκαν τα μαθήματα της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών στο πλαίσιο των αξιολογήσεων των Τμημάτων Προσχολικής Εκπαίδευσης των Ελληνικών Πανεπιστημίων;
Με ποιους τρόπους θα πιστοποιηθούν τα σχετικά μαθήματα στο πλαίσιο του Προγράμματος Σπουδών;
Τι θα συμβεί με τις Μεταπτυχιακές Σπουδές; Πώς, για παράδειγμα, θα πιστοποιηθούν τα προγράμματα των Διδακτορικών Σπουδών στο πεδίο μας;
Καλούμε, λοιπόν, όσους και όσες συναδέλφους δραστηριοποιούνται στο χώρο της διδασκαλίας-μάθησης των Φυσικών Επιστημών με παιδιά προσχολικής ηλικίας να συμβάλουν στην επιτυχία του Συνεδρίου μας, καταθέτοντας τις εργασίες τους πάνω σε ζητήματα που περιγράψαμε αλλά και διευρύνοντας τους προβληματισμούς μας με ιδέες που η θεματική τους μας ξέφυγε στο κείμενο που προηγήθηκε.
Εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής
Βασίλης Τσελφές